Τα προμηνύματα της οικονομικής κρίσης ήταν ορατά από το 2008, καθώς 1 στους 5 Ελληνες απειλούνταν από φτώχεια.
Αποκαλυπτικά είναι τα στοιχεία από την έρευνα οικογενειακών προϋπολογισμών του 2008 της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής. Μόλις ένα χρόνο πριν από την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης, εντοπίζεται η μεγάλη απόσταση μεταξύ πλουσίων και οικονομικά αδυνάτων, με τους τελευταίους να βάζουν υποψηφιότητα για τη φτώχεια.
Ο κίνδυνος της φτώχειας απειλούσε το 19% του πληθυσμού, που βρέθηκε να πλησιάζει το όριο φτώχειας των καταναλωτικών δαπανών: 7.170 ευρώ. Η ανισότητα μεταξύ εχόντων και μη εχόντων παραμένει σταθερή, καθώς:
Το ανώτερο 1/5 ξοδεύει υπερπενταπλάσια
**Το 20% του πλουσιότερου πληθυσμού ξοδεύει 5,53 φορές περισσότερα από το 20% του φτωχότερου πληθυσμού της χώρας.
** Τα φτωχά νοικοκυριά ξοδεύουν το 27,3% των δαπανών των πλούσιων νοικοκυριών. Τα φτωχά νοικοκυριά δαπανούν το 30,4% του οικογενειακού τους προϋπολογισμού σε είδη διατροφής και οι οικονομικά άνετοι το 15,5%. Σε χαμηλότερα επίπεδα κινούνται οι δαπάνες για υγεία, που φτάνουν στο 8,3% του οικογενειακού προϋπολογισμού των φτωχών και στο 6,6% όσων είναι σε καλύτερη οικονομική κατάσταση.
Μόλις ένα χρόνο πριν από την κρίση, η μέση μηνιαία καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών ανέρχονταν στα 2.117,67 ευρώ, αυξημένη κατά 18,2% σε σύγκριση με τα 1.792,28 ευρώ του 2004. Ωστόσο, κατά τη χρονική περίοδο 2004-2008 παρατηρείται μείωση της ανοδικής τάσης, καθώς έχουμε μεταβολή τιμών 6,8% έναντι 12,2% της προηγούμενης περιόδου 1998-2004.
Μετατόπιση δαπανών στη στέγαση
Την τελευταία πενταετία 2004-2008 παρατηρείται μεταβολή του καταναλωτικού προτύπου. Οι περισσότερες δαπάνες γίνονται πλέον για στέγαση (249,55 ευρώ ή 11,8% επί της συνολικής καταναλωτικής δαπάνης), μεταφορές (283,36 ευρώ ή 13,4%), εκπαίδευση (64,82 ευρώ ή 3,1%), ξενοδοχεία, καφενεία και εστιατόρια (229,79 ευρώ ή 10,9%). Αντιθέτως, την προηγούμενη επταετία 1998-2004 οι δαπάνες ήταν κυρίως για διατροφή (30,44 ευρώ ή 17,1%), ένδυση-υπόδηση (150,15 ευρώ ή 8,4%) και διαρκή καταναλωτικά αγαθά (134,49 ευρώ ή 7,5%).
Το κομμάτι της διατροφής παρουσιάζει ενδιαφέρον, καθώς διαπιστώνεται ότι την περίοδο 2004-2008 υπάρχει μείωση 0,6% της δαπάνης για γαλακτοκομικά, 0,4% για ψάρια, 0,4% για λαχανικά, 0,1% για φρούτα, 0,4% για ζάχαρη, μαρμελάδα, μέλι, γλυκά και ζαχαρωτά. Αυξήσεις εντοπίζονται σε αλεύρι, ψωμί και δημητριακά (0,9%), κρέας (0,8%), λοιπά είδη διατροφής (0,2%) και καφέ, τσάι και κακάο (0,2%).
Παραταύτα, το μεγαλύτερο μέρος των δαπανών την τελευταία πενταετία συνεχίζουν να απορροφούν τα είδη διατροφής με 16,4% και ακολουθούν οι δαπάνες για μεταφορές (13,4%), ενώ το μικρότερο κομμάτι του οικογενειακού προϋπολογισμού απορροφά η εκπαίδευση 3,1%. Η μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση 33,4% καταγράφεται σε ξενοδοχεία, εστιατόρια και καφενεία και 30,2% για στέγαση-ενοίκιο, ηλεκτρισμό, ύδρευση κ.λπ., ενώ μείωση εντοπίζεται σε δαπάνες για ποτά και τσιγάρα 4,4%.
Τα εστιατόρια και τα καφέ φαίνεται να «τρώνε» το μεγαλύτερο μέρος των εισοδημάτων, καθώς απορροφούν το 9,7% του συνολικού προϋπολογισμού και ακολουθούν τα είδη ένδυσης με 5,8%, αυτοκίνητα και τηλεπικοινωνίες με 4,4%, κρέας με 3,7%, καύσιμα και καπνό 2,6%. Εν τούτοις παρατηρείται μια διαφοροποίηση των νοικοκυριών με ένα γονέα και ένα ή περισσότερα παιδιά μέχρι 16 ετών που δαπανούν τα περισσότερα για στέγαση-ενοίκιο (8,3%).
727 ? για μοναχικούς συνταξιούχους
Τα λιγότερα ξοδεύουν νοικοκυριά με ένα άτομο ηλικίας πάνω από 65 ετών, καθώς οι δαπάνες τους αντιστοιχούν στο 34,3% των μέσων δαπανών των νοικοκυριών της χώρας ή 727,20 ευρώ. Στον αντίποδα βρίσκονται ζευγάρια με 3 παιδιά και άνω έως 16 ετών που ξοδεύουν 3.056,18 ευρώ ή 144,3%. Τα νοικοκυριά που διαμένουν σε αγροτικές περιοχές δαπανούν το 69% των δαπανών αντίστοιχων νοικοκυριών αστικών περιοχών.
Την τελευταία πενταετία εντοπίζεται βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης, καθώς έχουμε αύξηση στο 42% από 34% των νοικοκυριών με ηλεκτρονικό υπολογιστή, 85% από 74,3% με κινητό τηλέφωνο, 13,6% από 9% με χώρο στάθμευσης στο σπίτι και 66,9% από 66,6% με αυτοκίνητο. *
http://www.enet.gr/?i=news.el.oikonomia&id=211777
Λίγο πριν από την «ελληνική κρίση» οι πολίτες στη χώρα μας ξόδευαν κάθε μήνα το 10% του οικογενειακού τους προϋπολογισμού σε καφενεία και εστιατόρια. Η συγκεκριμένη δαπάνη βρίσκεται στο Νο 1 του top-10 των μεγαλύτερων δαπανών των νοικοκυριών στην Ερευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών του 2008 που έδωσε στη δημοσιότητα η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ). Είναι χαρακτηριστικό ότι σε τέσσερα μόλις χρόνια, από το 2004 ως το 2008, οι δαπάνες των νοικοκυριών για «καφενεία, εστιατόρια και ξενοδοχεία» αυξήθηκαν κατά 33,4%, περισσότερο από κάθε άλλη κατηγορία δαπανών! Παρά ταύτα το 2008 ο καφές συνοδεύτηκε με λιγότερα τσιγάρα σε σύγκριση με το 2004 (η δαπάνη για προϊόντα καπνού κατέγραψε μείωση), ενώ αλλαγή στις διατροφικές μας συνήθειες αποκαλύπτει η μείωση της κατανάλωσης φρούτων και λαχανικών. Η έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ καταγράφει τη μεταβολή του καταναλωτικού προτύπου των Ελλήνων λίγο προτού γίνουν αισθητά τα σημάδια της ύφεσης στην οικονομία. Το 2008, χρονιά όπου οικονομία υποτίθεται ότι ήταν «θωρακισμένη» απέναντι στην κρίση, σηματοδοτεί τον επίλογο της δεκαπενταετίας 1993-2008, πριν από τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό. Το 2008 η μεγαλύτερη δαπάνη, κατά μέσον όρο, είναι για εστιατόρια και καφενεία και ακολουθούν οι δαπάνες για είδη ένδυσης, αυτοκίνητα, υπηρεσίες τηλεπικοινωνιών, κρέας, καύσιμα, λιπαντικά αυτοκινήτου, καπνό κτλ. Παράλληλα το μικρότερο μέρος των δαπανών αφορά την εκπαίδευση.
Η κατανάλωση (βασισμένη εν πολλοίς στον δανεισμό) άγγιξε «ταβάνι». Το 2008 η μέση μηνιαία καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών ανήλθε σε 2.117 ευρώ καταγράφοντας αύξηση 18,2% σε σύγκριση με το 2004. Ωστόσο ο ρυθμός αύξησης της κατανάλωσης την τετραετία 2004-2008 ήταν μικρότερος (ανεκόπη σχεδόν στο μισό) σε σύγκριση με τον ρυθμό αύξησης την αμέσως προηγούμενη τετραετία. Σύμφωνα με την έρευνα, το διάστημα 2004-2008 η αύξηση σε πραγματικούς όρους, δηλαδή λαμβάνοντας υπόψη τη μεταβολή των τιμών, ανήλθε σε 6,8%, ενώ η αντίστοιχη αύξηση της καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών για την περίοδο 1998-2004 ανήλθε σε 12,2%. Η κατανομή των δαπανών το διάστημα 2004-2008 αποκαλύπτει τη μετατόπιση των εξόδων για διατροφή και για ένδυση- υπόδηση προς τις δαπάνες που αφορούν ξενοδοχεία, καφενεία και εστιατόρια, στέγαση και μεταφορές. Σε ποσοστά επί του μέσου όρου δαπανών των νοικοκυριών της χώρας, το σχετικά μεγαλύτερο μέρος αφορά είδη διατροφής (16,4%) και ακολουθούν οι δαπάνες για μεταφορές (13,4%), για ξενοδοχεία, καφενεία και εστιατόρια (10,9%), ενώ το μικρότερο μέρος των δαπανών αφορά την εκπαίδευση (3,1%).
Η μεγαλύτερη άνοδος από το 2004 ως το 2008 καταγράφεται στις δαπάνες για ξενοδοχεία, εστιατόρια και καφενεία (+33,4%) και για στέγαση- ενοίκιο, ηλεκτρισμός, ύδρευση κτλ.(+30,2%),
ενώ μείωση καταγράφεται μόνο στις δαπάνες για οινοπνευματώδη ποτά και καπνό, η οποία οφείλεται στις δαπάνες για τσιγάρα, και ανέρχεται σε 4,4%.
Οι μηνιαίες ποσότητες ειδών διατροφής που καταναλώθηκαν παρουσιάζουν πτωτική τάση το 2008 σε σύγκριση με το 2004, εκτός των ζυμαρικών (+12,0%) και του κρέατος (+1,4%). Η μεγαλύτερη πτώση καταγράφεται στα προϊόντα αρτοποιίας (15,9%) και στο γιαούρτι (13,4%).
Από το 2004 ως το 2008 καταγράφεται σημαντική αύξηση από 34% σε 42% των νοικοκυριών που διαθέτουν ηλεκτρονικό υπολογιστή στην κύρια κατοικία τους (μεταβολή αριθμού νοικοκυριών +25,9%), αύξηση του ποσοστού των νοικοκυριών που διαθέτουν τουλάχιστον ένα κινητό τηλέφωνο (μεταβολή αριθμού νοικοκυριών +16,6%) και αύξηση από 9% σε 13,6% των νοικοκυριών που διαθέτουν χώρους στάθμευσης στην κατοικία (μεταβολή αριθμού νοικοκυριών +54%). Παράλληλα καταγράφεται μείωση του αριθμού των νοικοκυριών που έχουν εξοχικά (3,3%) και σταθερό τηλέφωνο (6,4%).
Παρά την αύξηση της κατανάλωσης οι ανισότητες παραμένουν. Η μέση μηνιαία κατανάλωση των φτωχών νοικοκυριών εκτιμάται στο 27,3% των δαπανών των μη φτωχών νοικοκυριών. Τα φτωχά νοικοκυριά δαπανούν το 30,4% του οικογενειακού τους προϋπολογισμού σε είδη διατροφής, ενώ τα μη φτωχά το 15,5%. Λόγω της σύνθεσης των φτωχών νοικοκυριών (ηλικιωμένοι, ανασφάλιστοι κτλ.) οι δαπάνες για υγεία ανέρχονται σε 8,3% του οικογενειακού προϋπολογισμού τους, ενώ των μη φτωχών σε 6,6%.
Τέλος, ο κίνδυνος φτώχειας απειλεί το 19% του πληθυσμού της χώρας, όταν στον υπολογισμό του δείκτη λαμβάνονται υπόψη μόνο η καταναλωτική δαπάνη με τρόπο κτήσεως αγορά, ενώ μειώνεται στο 16% του πληθυσμού, όταν λαμβάνονται υπόψη όλες οι καταναλωτικές δαπάνες.
Περισσότερα αυτοκίνητα
Η ανοδική πορεία της αγοράς αυτοκινήτου από το 2004 ως το 2008 αποτυπώνεται στην αύξηση κατά 11,5% του αριθμού των ιδιωτικών αυτοκινήτων που κατέχουν τα νοικοκυριά και στην αύξηση (+2,5%) του αριθμού των νοικοκυριών που κατέχουν τουλάχιστον ένα επιβατικό αυτοκίνητο ΙΧ. Το ποσοστό των νοικοκυριών με ένα τουλάχιστον ιδιωτικό αυτοκίνητο σημείωσε την ανωτέρω τετραετία οριακή αύξηση από 66,6% σε 66,9%.
http://www.tovima.gr/default.asp?pid=46&ct=60&artid=318573&dt=09/10/2010
Μεγάλες ανισότητες στην κατανάλωση, μείωση της ανοδικής τάσης των καταναλωτικών δαπανών και μεταβολή του καταναλωτικού προτύπου, καταγράφει μεταξύ άλλων η Έρευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών έτους 2008 που δημοσιοποίησε σήμερα Παρασκευή η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ).
Τα στοιχεία της Έρευνας Οικογενειακών Προϋπολογισμών καταδεικνύουν ότι μέση μηνιαία καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών ανήλθε το 2008 στα 2.117,67 ευρώ (αύξηση 18,2% σε σύγκριση με το 2004). Η αύξηση αυτή σε πραγματικούς όρους, δηλαδή λαμβάνοντας υπόψη τη μεταβολή των τιμών κατά το διάστημα 2004 – 2008, ανήλθε σε 6,8%, ενώ η αντίστοιχη αύξηση της καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών για την περίοδο 1998 – 2004 ανήλθε σε 12,2%, δηλαδή καταγράφεται μείωση της ανοδικής τάσης της καταναλωτικής δαπάνης από αγορές
Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας το μερίδιο της διάμεσης ισοδύναμης καταναλωτικής δαπάνης (αγορές) του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 5,53 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο της διάμεσης ισοδύναμης καταναλωτικής δαπάνης του φτωχότερου 20% του πληθυσμού. Ο δείκτης μειώνεται στο 4,59, όταν συμπεριληφθούν στην καταναλωτική δαπάνη και οι τεκμαρτές δαπάνες.
Η μέση μηνιαία κατανάλωση των φτωχών νοικοκυριών εκτιμάται στο 27,3% των δαπανών των μη φτωχών νοικοκυριών. Τα φτωχά νοικοκυριά δαπανούν το 30,4% του οικογενειακού τους προϋπολογισμού σε είδη διατροφής, ενώ τα μη φτωχά το 15,5%. Λόγω της σύνθεσης των φτωχών νοικοκυριών (ηλικιωμένοι, ανασφάλιστοι κλπ.) οι δαπάνες για υγεία ανέρχονται στο 8,3% του οικογενειακού τους προϋπολογισμού τους, ενώ των μη φτωχών σε 6,6% (Πίνακας 10).
Τέλος, ο κίνδυνος φτώχειας απειλεί το 19% του πληθυσμού της Χώρας, όταν στον υπολογισμό του δείκτη λαμβάνονται υπόψη μόνο η καταναλωτική δαπάνη με τρόπο κτήσεως αγορά, ενώ μειώνεται στο 16 % του πληθυσμού, όταν λαμβάνονται υπόψη όλες οι καταναλωτικές δαπάνες, ανεξάρτητα από τον τρόπο κτήσεως (τεκμαρτό ενοίκιο από ιδιοκατοίκηση, ιδιοπαραγόμενα αγαθά, αγαθά και υπηρεσίες παρεχόμενες δωρεάν από τον εργοδότη, άλλα νοικοκυριά, μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, κράτος κλπ.)
Για τη χρονική περίοδο 2004 – 2008 παρατηρείται μεταβολή του καταναλωτικού προτύπου και, ειδικότερα, μετατόπιση των δαπανών για διατροφή, ένδυση – υπόδηση, διαρκή καταναλωτικά και λοιπά αγαθά προς τις δαπάνες που αφορούν στη στέγαση, μεταφορές, εκπαίδευση και ξενοδοχεία, καφενεία και εστιατόρια. Το σχετικά μεγαλύτερο μέρος των δαπανών αφορά σε είδη διατροφής (16,4%) και ακολουθούν οι δαπάνες για μεταφορές (13,4%), ενώ το μικρότερο μέρος των δαπανών αφορά στην εκπαίδευση (3,1%). Η μεγαλύτερη άνοδος καταγράφεται στις δαπάνες για ξενοδοχεία, εστιατόρια και καφενεία (+33,4%) και στη στέγαση –ενοίκιο, ηλεκτρισμός, ύδρευση κλπ.– (+30,2%), ενώ μείωση καταγράφεται μόνο στις δαπάνες για οινοπνευματώδη ποτά και καπνό, η οποία οφείλεται στις δαπάνες για τσιγάρα, και ανέρχεται σε 4,4%.
Σε σχέση με την προηγούμενη έρευνα (2004) παρατηρείται μείωση στην ποσοστιαία κατανομή της δαπάνης για γαλακτοκομικά προϊόντα (0,6%), ψάρια (0,4%), λαχανικά (0,4%), φρούτα (0,1%) και ζάχαρη, μαρμελάδα, μέλι, γλυκά και ζαχαρωτά (0,4%) και αύξηση για αλεύρι, ψωμί, δημητριακά (0,9%), κρέας (0,8%), λοιπά είδη διατροφής (0,2%) και καφέ, τσάι, κακάο (0,2%) (Πίνακας 2). Οι μηνιαίες ποσότητες ειδών διατροφής που καταναλώθηκαν παρουσιάζουν πτωτική τάση εκτός των ζυμαρικών (+12,0%) και του κρέατος (+1,4%). Η μεγαλύτερη πτώση καταγράφεται στα προϊόντα αρτοποιίας (15,9%) και στο γιαούρτι (13,4%). Αξιοσημείωτη αλλαγή στις διατροφικές μας συνήθειες είναι η μείωση της κατανάλωσης σε φρούτα και λαχανικά κατά 1.598,98 και 2.318,69 γραμμάρια, αντίστοιχα.
Η μεγαλύτερη δαπάνη, κατά μέσο όρο, είναι για εστιατόρια και καφενεία και ακολουθούν οι δαπάνες για είδη ένδυσης, αυτοκίνητα, υπηρεσίες τηλεπικοινωνιών, κρέας, καύσιμα – λιπαντικά αυτοκινήτου, καπνό κλπ., ενώ επισημαίνεται ότι διαφορετικά πρότυπα κατανάλωσης καταγράφονται ανάλογα με τον τύπο νοικοκυριού. Μονομελή νοικοκυριά ηλικίας 65 ετών και άνω δαπανούν μεγάλο μέρος του οικογενειακού προϋπολογισμού για κρέας και ενδύματα, νοικοκυριά με ένα γονέα και με ένα ή περισσότερα παιδιά μέχρι και 16 ετών για ενοίκιο, ενώ οι υπόλοιποι τύποι νοικοκυριών ακολουθούν το γενικό πρότυπο. Τα νοικοκυριά που διαμένουν σε αγροτικές περιοχές δαπανούν, κατά μέσο όρο, το 69% των δαπανών των νοικοκυριών που διαμένουν σε αστικές περιοχές. Δ
Τα στοιχεία της Έρευνας Οικογενειακών Προϋπολογισμών Νοικοκυριά 2008 καταδεικνύουν σημαντική αύξηση από 34% σε 42% των νοικοκυριών που διαθέτουν ηλεκτρονικό υπολογιστή στην κύρια κατοικία τους (μεταβολή αριθμού νοικοκυριών +25,9%). Αύξηση του ποσοστού των νοικοκυριών που διαθέτουν, τουλάχιστον, ένα κινητό τηλέφωνο (μεταβολή αριθμού νοικοκυριών +16,6%). Αύξηση από 9% σε 13,6% των νοικοκυριών που διαθέτουν χώρους στάθμευσης στην κατοικία (μεταβολή αριθμού νοικοκυριών +54%). Αύξηση του ποσοστού κατοχής, τουλάχιστον, ενός επιβατικού αυτοκινήτου ΙΧ, από τα νοικοκυριά, από 66,6% σε 66,9% (μεταβολή αριθμού νοικοκυριών +2,5%), και του αριθμού των αυτοκινήτων κατά 11,5%. Μείωση αριθμού νοικοκυριών που κατέχουν εξοχικές κατοικίες (3,3%) και σταθερό τηλέφωνο(6,4%).
http://www.tanea.gr/default.asp?pid=41&nid=1231062110