ΓΣΕΕ: Στα επίπεδα του 1984 η αγοραστική δύναμη των Ελλήνων
Την ύπαρξη ισχυρών παραγόντων αβεβαιότητας στην ελληνική οικονομία, κατά την επόμενη διετία διαπιστώνει ακόμη και πριν τις δημοσιονομικές συνέπειες των καταστρεπτικών πυρκαγιών σε Πελοπόννησο και Εύβοια, η ετήσια έκθεση του Ινστιτούτου ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ.
Ένα από τα βασικά συμπεράσματα της έκθεσης που θα παρουσιαστεί από τα συνδικάτα την ερχόμενη εβδομάδα είναι ότι η αγοραστική δύναμη των χαμηλόμισθων στη χώρα μας βρίσκεται στα επίπεδα του 1984.
Αναλυτικά, στην έκθεση διατυπώνεται η θέση, ότι σε ένα περιβάλλον έντονης κοινωνικής αβεβαιότητας, η Ελλάδα διακρίνεται για τις οικονομικές της ανισότητες, με την έννοια ότι το εισόδημα των 20% περισσότερο εύπορων Ελλήνων είναι συστηματικά περίπου το εξαπλάσιο από το εισόδημα των 20% λιγότερο εύπορων Ελλήνων. Κάθε τετραμελής ελληνική οικογένεια είναι χρεωμένη κατά 87.000 ευρώ. Τα χρέη των νοικοκυριών στις τράπεζες αυξήθηκαν κατά 47% έναντι του 30,7% το 2004. Συνολικά τα ελληνικά νοικοκυριά οφείλουν 88,18 δισ. ευρώ στις τράπεζες.
Παράλληλα, διαπιστώνεται ότι στην ελληνική οικονομία παρατηρούνται συνθήκες πληθωρισμού κερδών και όχι πληθωρισμού μισθών, όπως υποστηρίζεται, ώστε να συνιστάται η συγκράτηση των μισθών. Επομένως, κατά την επόμενη διετία 2007-2008 για να διατηρηθεί η αγοραστική αξία των μέσων ονομαστικών μισθών των μισθωτών και για να μην υπάρξει αναδιανομή του εισοδήματος σε βάρος της εργασίας θα πρέπει οι αυξήσεις των ονομαστικών αποδοχών να ισούνται με το άθροισμα πληθωρισμού και παραγωγικότητας της εργασίας.
Το συμπέρασμα αυτό, μεταξύ των άλλων της Έκθεσης του ΙΝΕ για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση 2007, συνδυαζόμενο με το υψηλό χρέος των νοικοκυριών στην χώρα μας, το οποίο χρηματοδοτεί την ιδιωτική κατανάλωση, αναδεικνύει και άλλους παράγοντες αβεβαιότητας στην ελληνική οικονομία, οι οποίοι αναφέρονται στο μέλλον της απασχόλησης και του εισοδήματος των εργαζομένων στην Ελλάδα.
Έτσι, η αύξηση της εγχώριας ζήτησης στην οποία βασίστηκε η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας κατά την περίοδο 1996-2007, πιθανότατα να επιβραδυνθεί κατά τα επόμενα έτη, καθώς ο ρυθμός αύξησης της πιστωτικής επέκτασης προς τα νοικοκυριά σταδιακά θα μειώνεται με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την προοπτική της ιδιωτικής κατανάλωσης και των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου.Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι η αύξηση του πραγματικού εισοδήματος ανά κάτοικο, δεν μπορεί να στηρίζεται στην ιδιωτική κατανάλωση που χρηματοδοτείται, κυρίως, από τον δανεισμό, αλλά στην αύξηση του όγκου των εξαγωγών, στις παραγωγικές επενδύσεις, στην βελτίωση της παραγωγικότητας και γενικότερα στην στρατηγική της "ευφυούς ανάπτυξης".Οι εξελίξεις αυτές, σύμφωνα με ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ αναδεικνύουν τα ζητήματα του νέου αναπτυξιακού προτύπου, της ανισοκατανομής του εισοδήματος και της μονομερούς επιβάρυνσης της μισθωτής εργασίας, ως τα σοβαρότερα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας.
Την ύπαρξη ισχυρών παραγόντων αβεβαιότητας στην ελληνική οικονομία, κατά την επόμενη διετία διαπιστώνει ακόμη και πριν τις δημοσιονομικές συνέπειες των καταστρεπτικών πυρκαγιών σε Πελοπόννησο και Εύβοια, η ετήσια έκθεση του Ινστιτούτου ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ.
Ένα από τα βασικά συμπεράσματα της έκθεσης που θα παρουσιαστεί από τα συνδικάτα την ερχόμενη εβδομάδα είναι ότι η αγοραστική δύναμη των χαμηλόμισθων στη χώρα μας βρίσκεται στα επίπεδα του 1984.
Αναλυτικά, στην έκθεση διατυπώνεται η θέση, ότι σε ένα περιβάλλον έντονης κοινωνικής αβεβαιότητας, η Ελλάδα διακρίνεται για τις οικονομικές της ανισότητες, με την έννοια ότι το εισόδημα των 20% περισσότερο εύπορων Ελλήνων είναι συστηματικά περίπου το εξαπλάσιο από το εισόδημα των 20% λιγότερο εύπορων Ελλήνων. Κάθε τετραμελής ελληνική οικογένεια είναι χρεωμένη κατά 87.000 ευρώ. Τα χρέη των νοικοκυριών στις τράπεζες αυξήθηκαν κατά 47% έναντι του 30,7% το 2004. Συνολικά τα ελληνικά νοικοκυριά οφείλουν 88,18 δισ. ευρώ στις τράπεζες.
Παράλληλα, διαπιστώνεται ότι στην ελληνική οικονομία παρατηρούνται συνθήκες πληθωρισμού κερδών και όχι πληθωρισμού μισθών, όπως υποστηρίζεται, ώστε να συνιστάται η συγκράτηση των μισθών. Επομένως, κατά την επόμενη διετία 2007-2008 για να διατηρηθεί η αγοραστική αξία των μέσων ονομαστικών μισθών των μισθωτών και για να μην υπάρξει αναδιανομή του εισοδήματος σε βάρος της εργασίας θα πρέπει οι αυξήσεις των ονομαστικών αποδοχών να ισούνται με το άθροισμα πληθωρισμού και παραγωγικότητας της εργασίας.
Το συμπέρασμα αυτό, μεταξύ των άλλων της Έκθεσης του ΙΝΕ για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση 2007, συνδυαζόμενο με το υψηλό χρέος των νοικοκυριών στην χώρα μας, το οποίο χρηματοδοτεί την ιδιωτική κατανάλωση, αναδεικνύει και άλλους παράγοντες αβεβαιότητας στην ελληνική οικονομία, οι οποίοι αναφέρονται στο μέλλον της απασχόλησης και του εισοδήματος των εργαζομένων στην Ελλάδα.
Έτσι, η αύξηση της εγχώριας ζήτησης στην οποία βασίστηκε η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας κατά την περίοδο 1996-2007, πιθανότατα να επιβραδυνθεί κατά τα επόμενα έτη, καθώς ο ρυθμός αύξησης της πιστωτικής επέκτασης προς τα νοικοκυριά σταδιακά θα μειώνεται με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την προοπτική της ιδιωτικής κατανάλωσης και των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου.Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι η αύξηση του πραγματικού εισοδήματος ανά κάτοικο, δεν μπορεί να στηρίζεται στην ιδιωτική κατανάλωση που χρηματοδοτείται, κυρίως, από τον δανεισμό, αλλά στην αύξηση του όγκου των εξαγωγών, στις παραγωγικές επενδύσεις, στην βελτίωση της παραγωγικότητας και γενικότερα στην στρατηγική της "ευφυούς ανάπτυξης".Οι εξελίξεις αυτές, σύμφωνα με ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ αναδεικνύουν τα ζητήματα του νέου αναπτυξιακού προτύπου, της ανισοκατανομής του εισοδήματος και της μονομερούς επιβάρυνσης της μισθωτής εργασίας, ως τα σοβαρότερα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου