Η οικονομία της Ελλάδας είναι 60,1% ελεύθερη, σύμφωνα με έκθεση του Heritage Foundation για το 2008, κάτι που μας δίνει την 80η θέση παγκοσμίως, από την 94η που ήταν το 2007.
Συγκρίνοντας τη χώρα μας σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η βελτίωση στη σχετική λίστα είναι σχεδόν αμελητέα καθώς «κερδίσαμε» μόλις δύο θέσεις από την 36η που κατέχαμε, σε σύνολο 41 χωρών, το 2007. Οι 14 θέσεις που ανεβήκαμε στην παγκόσμια κατάταξη μας φέρνει λίγο χαμηλότερα από το μέσο 60,3%. Στην Ευρώπη ο μέσος βαθμός οικονομικής ελευθερίας ανέρχεται στο 66,8%.
Η οικονομική θεωρία από την εποχή του Άνταμ Σμιθ με την έκδοση του έργου του το 1776, «Ο πλούτος των εθνών», δίνει έμφαση στους θεσμούς που προστατεύουν το δικαίωμα προάσπισης των οικονομικών συμφερόντων, κάτι το οποίο οδηγεί σε μεγαλύτερη ευημερία για το σύνολο της κοινωνίας. Η έννοια της οικονομικής ελευθερίας, αν και αποδοκιμάζεται σήμερα από μια μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών, αποτελεί σημείο αναφοράς ως δείκτης ευημερίας στα υποδείγματα των οικονομολόγων. Υποστηρίζεται ότι ο βαθμός ελευθερίας αποτελεί συστατικό στοιχείο για μια ταχεία μακροχρόνια ανάπτυξη. Σκοπός του συγκεκριμένου δείκτη είναι να αναδείξει εκείνους τους θεσμούς που δημιουργούν «ακαμψίες» στις αγορές για να μπορεί να λάβει μέτρα η εκάστοτε κυβέρνηση.
Σύμφωνα με την έκθεση του Heritage Foundation, αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η χώρα μας παρά το γεγονός ότι χαρακτηρίζεται ως ανεπτυγμένη, βαθμολογείται χαμηλά σε αρκετούς τομείς. Η εμπορική ελευθερία και η νομισματική ελευθερία αποτελούν τα δυνατότερα σημεία της. Ως μέλος της ευρωζώνης, η Ελλάδα δεν έχει δυνατότητα άσκησης νομισματικής πολιτικής με αποτέλεσμα να εμφανίζει χαμηλά ποσοστά πληθωρισμού. «Αδύναμα» στοιχεία της χώρας μας αποτελούν ο υψηλός φόρος εισοδήματος και η φορολογία των επιχειρήσεων. Η κυβερνητική ελευθερία, η χρηματοοικονομική ελευθερία και η ελαστικότητα της αγοράς εργασίας μπορούν να βελτιωθούν σημαντικά σύμφωνα με την έκθεση.
Ειδικότερα:
Επιχειρηματική ελευθερία: 69,5% (από 70,2% το 2007)
Για την έναρξη μιας επιχείρησης απαιτούνται κατά μέσο όρο 38 μέρες, αρκετά λιγότερες από το μέσο παγκόσμιο (43 μέρες) αλλά περισσότερες του μέσου Ευρωπαϊκού (30 μέρες). Αν και η απόκτηση άδειας λειτουργίας είναι σχετικά εύκολη, η υψηλή γραφειοκρατία αποτελεί σημαντικό εμπόδιο στη λειτουργία της επιχείρησης.
Εμπορική ελευθερία: 81% (από 76,6% το 2007)
Η πολιτική της Ελλάδας όσον αφορά το εξωτερικό εμπόριο κινείται στα ίδια πλαίσια με τα υπόλοιπα μέλη της ζώνης του ευρώ. Ο μέσος δασμός στην Ε.Ε ανήλθε στο 2% της συνολικής αξίας των εισαγόμενων προϊόντων το 2005. Ωστόσο, υπάρχουν μη-οικονομικοί εμπορικοί φραγμοί, οι οποίοι προέρχονται από την Ευρωπαϊκή και Ελληνική πολιτική. Τέτοιοι είναι οι επιδοτήσεις αγροτικών και βιομηχανικών προϊόντων καθώς και άλλη περιορισμοί εσόδου σε αγορές. Οι ρυθμιστικές και γραφειοκρατικές διαδικασίες είναι αρκετά περίπλοκες, με τη διαφθορά να αυξάνει το κόστος εμπορικών συναλλαγών.
Δημοσιονομική ελευθερία: 65,6% (από 74,5% το 2007)
Συγκριτικά, η Ελλάδα έχει υψηλό φόρο εισοδήματος και μετριασμένο φόρο επί των κερδών των επιχειρήσεων. Το 40% αγγίζει ο φόρος εισοδήματος στην υψηλότερη εισοδηματική κλίμακα, ενώ στο 29% βρισκόταν ο υψηλότερος φόρος επί των επιχειρήσεων τον Ιανουάριο του 2006. Για το 2006, τα συνολικά φορολογικά έσοδα της κυβέρνησης ανήλθαν στο 37,3% του ΑΕΠ.
Μέγεθος δημοσίου τομέα 57,8% (από 45,3% το 2007)
Οι συνολικές δημόσιες δαπάνες στη χώρα μας, συμπεριλαμβανομένου της δημόσιας κατανάλωσης και των μεταβιβαστικών πληρωμών, είναι υπερβολικά υψηλές. Τα τελευταία χρόνια οι δημόσιες δαπάνες ανέρχονται στο 37,5% του ΑΕΠ, ενώ μόλις το 0,8% εξ αυτών προήλθε από την επιχειρηματική δραστηριότητα των δημοσίων επιχειρήσεων. Οι κυβερνητικές δαπάνες επιφέρουν δύο αρνητικά αποτελέσματα. Από τη μία εκτοπίζουν τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του ιδιωτικού τομέα και από την άλλη αντλούν κεφάλαια μέσω της φορολογίας, περιορίζοντας τις επενδύσεις.
Νομισματική ελευθερία: 78,5% (από 78,3% το 2007)
Μεταξύ του 2004 και 2006, το μέσο ετήσιο ποσοστό πληθωρισμού άγγιξε το 3,3%. Το χαμηλό αυτό ποσοστό δίνει τη δυνατότητα επεκτατικής νομισματικής πολιτικής σε περιόδους κρίσεων, όπως συνέβη και με την πρόσφατη πιστωτική κρίση. Οι «ενέσεις» ρευστότητας της ΕΚΤ δεν περιορίζονταν από τα επίπεδα του πληθωρισμού με αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη ευελιξία στην άσκηση νομισματικής πολιτικής. Από την άλλη πλευρά ωστόσο, η Κοινή Αγροτική Πολιτική, βάσει της οποίας επιχορηγείται η παραγωγή ορισμένων προϊόντων, αλλά και οι ανώτατες τιμές που επιβλήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια, επέφεραν μείωση πλέον του 20% στο δείκτη νομισματικής ελευθερίας.
Επενδυτική ελευθερία: 50% αμετάβλητο
Στη χώρα μας αν και είναι «ευπρόσδεκτες» οι ξένες επενδύσεις, η κυβέρνηση ωστόσο αποθαρρύνει τις επενδύσεις σε αναλώσιμα αγαθά, ενώ οι μη Ευρωπαίοι επενδυτές απολαμβάνουν λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση. Περισσότεροι «ωφελημένοι» είναι όσοι επενδύουν στις τράπεζες, στην εξόρυξη, στα ΜΜΕ, στη ναυτιλία και στις εναέριες μεταφορές. Η αναποτελεσματική γραφειοκρατία αποτελεί το σημαντικότερο ανασταλτικό παράγοντα εισροής ξένων επενδύσεων.
Χρηματοοικονομική ελευθερία: 50% (από 40% το 2007)
Σχετικά αποτελεσματικός είναι ο βαθμός του ελληνικού χρηματοοικονομικού συστήματος. Στο τέλος του 2005, υπήρχαν 60 εγχώριες και ξένες τράπεζες και πιστωτικά ιδρύματα. Τη δεκαετία του 90' το κράτος κυριαρχούσε στην τραπεζική αγορά, αλλά οι ιδιωτικοποιήσεις και οι συγχωνεύσεις μείωσαν το μέγεθος της κρατικής επιρροής. Μόλις έξι είναι οι μεγάλες τράπεζες που κυριαρχούν στο ελληνικό τραπεζικό κλάδο. Ο κλάδος των ασφαλίσεων είναι αρκετά μικρός, με την κεφαλαιουχική αγορά να είναι εδραιωμένη σε ικανοποιητικό βαθμό.
Δικαιώματα ιδιοκτησίας: 50% αμετάβλητο
Η υπεράσπιση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας και των συμβολαίων από το δικαστικό σύστημα είναι αρκετά χρονοβόρο και προβληματική. Το δικαστικό σώμα φαίνεται να αντανακλά τις πολιτικές «ευαισθησίες» του κόμματος που βρίσκεται στην εξουσία. Η απαλλοτρίωση υπέρ του δημοσίου δεν είναι σύνηθες φαινόμενο.
Ελευθερία από τη διαφθορά: 44% (από 43% το 2007)
Υψηλά είναι τα επίπεδα της διαφθοράς στην Ελλάδα. Σύμφωνα με έκθεση της Διεθνούς Διαφάνειας για τον δείκτη έκτασης της διαφθοράς στον δημόσιο βίο, η Ελλάδα με βαθμολογία 4,6 (με άριστα το 10) κατατάσσεται στην 56η θέση ανάμεσα σε 179 κράτη και στην τελευταία μεταξύ των παλαιών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ελαστικότητα αγοράς εργασίας: 54,3% (από 48,5% το 2007)
Η αγορά εργασίας λειτουργεί κάτω από αυστηρούς εργατικούς κανονισμούς οι οποίοι επιβραδύνουν το ρυθμό αύξησης της απασχόλησης και την παραγωγικότητα. Το κόστος απασχόλησης εργαζόμενου, εκτός της αμοιβής, είναι εξαιρετικά υψηλός, ενώ η απόλυση ενός πλεονάζον εργαζόμενου μπορεί να είναι δύσκολη. Μέρος της σημασίας που αποδίδουν οι οργανισμού στη συγκεκριμένη αγορά φαίνεται και από τις προτάσεις του ΟΟΣΑ, οι οποίες επικεντρώνονται στην «απελευθέρωση» της αγοράς εργασίας.
Στην πρώτη θέση το Χονγκ Κονγκ
Το Χονγκ Κονγκ παραμένει για 14η συνεχόμενη χρονιά η πιο ελεύθερη οικονομία παγκοσμίως, ξεπερνώντας τη Σιγκαπούρη και την Ιρλανδία. Στην τέταρτη θέση έχει υποχωρήσει η Αυστραλία, ακολουθούμενη από τις ΗΠΑ, Νέα Ζηλανδία, Καναδά, Χιλή, Ελβετία και την δεκάδα να κλείνει η Μεγάλη Βρετανία. Στην άλλη πλευρά, η Νότια Κορέα θεωρείται ως η πιο καταπιεσμένη οικονομία η οποία μαζί με τις Κούβα, Ζιμπάμπουε, Λιβύη και Μιανμάρ να «δεσπόζουν» στο τέλος της σχετικής λίστας.
Έκθεση για το βαθμό ελευθερίας των οικονομιών παγκοσμίως (αρχείο pdf 5,4mb)
http://portal.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathextra_16_15/01/2008_218539
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου