Η απόφαση που υιοθετήθηκε στην Ελλάδα για ολική αποδέσμευση των κοινοτικών ενισχύσεων από την καλλιέργεια καπνού, είχε σαν αποτέλεσμα τη δραστική μείωση της εγχώριας παραγωγής καπνού, ήδη από το πρώτο έτος εφαρμογής της νέας ΚΑΠ (2006).
Πολλοί ήταν οι καπνοπαραγωγοί που εγκατέλειψαν την καλλιέργεια καπνού από το 2004-2005, ο αριθμός των οποίων αυξήθηκε σημαντικά το 2006-2007.
Η δραστική μείωση της εγχώριας παραγωγής καπνού, είχε άμεσες συνέπειες στον τομέα μεταποίησης αυτού, οδηγώντας τον κλάδο σε ραγδαία συρρίκνωση, ενώ ελάχιστες καπνεμπορικές επιχειρήσεις συνήψαν νέα συμβόλαια αγοράς καπνού το 2007.
Τα συμπεράσματα αυτά προκύπτουν από μελέτη της ICAP με τίτλο «Καπνά - Τσιγάρα – Πούρα» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τη Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της ICAP. Όσον αφορά τον εξαγωγικό χαρακτήρα του κλάδου, οι εν λειτουργία εταιρείες συνέχισαν να εξάγουν τα αποθέματά τους με κυριότερες χώρες προορισμού (κατά το 2006) τις ΗΠΑ, την Ιαπωνία, την Κορέα, τη Ρωσία και τη Γαλλία.
Η τελική αγορασθείσα ποσότητα καπνού εμφάνιζε διακυμάνσεις, ωστόσο από το έτος 2000 και έπειτα είναι γενικά φθίνουσα. Κατά την περίοδο 1999-2007 η τελική αγορασθείσα ποσότητα μειώθηκε με μέσο ετήσιο ρυθμό 20,25%. Συγκεκριμένα, το 2007 εκτιμάται ότι παρουσίασε ραγδαία μείωση (κατά 84%) σε σχέση με το 1999.
Η εγχώρια φαινομενική κατανάλωση καπνού παρουσίασε διακυμάνσεις την περίοδο 1998-2005. Την υψηλότερη τιμή της εμφάνισε το 2004, ενώ αντίστοιχα η χαμηλότερη τιμή της περιόδου αντιστοιχεί στο 1999.
Για το 2006, ουσιαστικά για τον εφοδιασμό της αγοράς έγινε εκτεταμένη χρήση αποθεμάτων καπνού παλαιότερων εσοδειών, ενώ αυξήθηκαν και οι εισαγωγές. Σε κάθε περίπτωση όμως, η πραγματική διάθεση καπνού στην εγχώρια αγορά μειώθηκε, σαν αποτέλεσμα της συρρίκνωσης της εγχώριας παραγωγής.
Κατά τη διετία 2005-2006 οι εισαγωγές καπνού εμφάνισαν ανοδική τάση, η οποία οφείλεται στη μείωση της εγχώριας παραγωγής. Πιο συγκεκριμένα, το 2006 οι εισαγωγές καπνού αυξήθηκαν κατά 25% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Οι εξαγωγές καπνού ακολούθησαν πτωτική πορεία την περίοδο 1999-2004, ενώ το 2005 εμφάνισαν αύξηση 25,6%. Ωστόσο, το 2006 προέκυψε και πάλι μείωση των εξαγωγών (κατά 7,5%) η οποία εντάθηκε το 2007 όπως εκτιμάται.
Με τα δεδομένα που ήδη ισχύουν, η παραγωγή ακατέργαστου καπνού στην χώρα μας εκτιμάται ότι θα παραμένει σε χαμηλά επίπεδα και μεγάλος αριθμός καπνεμπορικών επιχειρήσεων που ήδη λειτουργούν σε περιορισμένη κλίμακα, θα αναγκαστούν να διακόψουν πλήρως τη λειτουργία τους, ή να αλλάξουν αντικείμενο δραστηριότητας.
Στα πλαίσια της συγκεκριμένης μελέτης έγινε και χρηματοοικονομική ανάλυση, βάσει επιλεγμένων αριθμοδεικτών, αντιπροσωπευτικού δείγματος 12 επιχειρήσεων επεξεργασίας καπνού. Επίσης, συνετάχθη ο ομαδοποιημένος ισολογισμός της ίδιας ομάδας, για τις οποίες υπήρχαν διαθέσιμα στοιχεία ισολογισμών των χρήσεων 2005-2006. Όπως, προκύπτει από τα δεδομένα αυτά, το σύνολο του ενεργητικού των εν λόγω επιχειρήσεων σημείωσε αύξηση 3,32% σε σχέση με το 2005, η οποία οφείλεται κυρίως στην αύξηση των αποθεμάτων (σχεδόν αποκλειστικά αποθέματα ετοίμων προϊόντων). Οι συνολικές πωλήσεις των δώδεκα εταιρειών του δείγματος μειώθηκαν το 2006 κατά 12,4%. Το μικτό κέρδος μειώθηκε σημαντικά το 2006 (κατά 13,2%), με συνέπεια τα λειτουργικά αποτελέσματα να καταστούν αρνητικά το 2006 (σε αντίθεση με το προηγούμενο έτος). Τα EBITDA των εταιρειών του δείγματος μειώθηκαν το 2006 κατά 21,1% και το τελικό καθαρό αποτέλεσμα (προ φόρου εισοδήματος) παρέμεινε σε αρνητικά επίπεδα και για τα δύο έτη.
Τσιγάρα – Πούρα
Στον κλάδο των τσιγάρων και των πούρων δραστηριοποιείται περιορισμένος αριθμός παραγωγικών και εισαγωγικών επιχειρήσεων, οι περισσότερες από τις οποίες είναι συνδεδεμένες με μεγάλους πολυεθνικούς ομίλους. Στον παραγωγικό τομέα συγκεκριμένα υπάρχουν μόνο τέσσερις καπνοβιομηχανίες, ενώ και στον εισαγωγικό τομέα ο βαθμός συγκέντρωσης είναι επίσης υψηλός. Η συνολική εγχώρια παραγωγή τσιγάρων, παρά τις ενδιάμεσες διακυμάνσεις, ήταν γενικά πτωτική. Την περίοδο 1995-2005 η παραγωγή μειώθηκε με μέσο ετήσιο ρυθμό -0,86%. Για το 2006 η παραγωγή, σύμφωνα με εκτιμήσεις, παρουσίασε μικρή αύξηση (ουσιαστικά επανερχόμενη σε παλαιότερα επίπεδα).
Η εγχώρια φαινομενική κατανάλωση τσιγάρων εμφάνισε ανοδικές τάσεις την περίοδο 2001-2004, ενώ την τριετία 2005-2007 ακολουθεί φθίνουσα πορεία. Το 2006 η φαινομενική κατανάλωση τσιγάρων μειώθηκε κατά 3,3% έναντι του προηγούμενου έτους. Για το έτος 2007 η κατανάλωση τσιγάρων εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί σε επίπεδα μειωμένα κατά (1,2%) σε σχέση με το 2006.
Η αγορά των πούρων σημείωσε ραγδαία αύξηση την περίοδο 1998-2001, καθώς το 2001 έφτασε στα υψηλότερα επίπεδα της εξεταζόμενης περιόδου. Στα πλαίσια της μελέτης πραγματοποιήθηκε χρηματοοικονομική ανάλυση αντιπροσωπευτικού δείγματος παραγωγικών και εισαγωγικών επιχειρήσεων, βάσει επιλεγμένων αριθμοδεικτών. Επίσης, συνετάχθη ο ομαδοποιημένος ισολογισμός 4 παραγωγικών επιχειρήσεων και 7 εισαγωγικών εταιρειών, για τις οποίες υπήρχαν διαθέσιμα στοιχεία ισολογισμών των χρήσεων 2005 και 2006. Όπως προκύπτει από τα αποτελέσματα, το σύνολο του ενεργητικού των παραγωγικών εταιρειών του δείγματος παρουσίασε αύξηση 6,3% το 2006 έναντι του 2005, ενώ τα ίδια κεφάλαια αυξήθηκαν κατά 16,3% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Οι πωλήσεις των επιχειρήσεων του δείγματος αυξήθηκαν μόλις κατά 0,7% το ίδιο έτος. Η μείωση του κόστους πωλήσεων οδήγησε στη αύξηση του μικτού κέρδους κατά 5,5% το 2006 έναντι του προηγούμενου έτους. Τελικά, τα κέρδη προ φόρου των παραγωγικών επιχειρήσεων βελτιώθηκαν κατά 77,9% σε σχέση με το 2005. Όσον αφορά στις εισαγωγικές επιχειρήσεις του κλάδου, το σύνολο του ενεργητικού τους αυξήθηκε το 2006 κατά 10,8% έναντι του 2005, κυρίως λόγω αντίστοιχης αύξησης των διαθεσίμων. Τα ίδια κεφάλαια αυξήθηκαν κατά 46,4%. Παράλληλα, οι συνολικές πωλήσεις των επιχειρήσεων του δείγματος σημείωσαν αύξηση κατά 7,9% το 2006 σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Επίσης, βελτίωση παρουσίασαν και τα κέρδη προ φόρου, τα οποία αυξήθηκαν κατά 36,9%.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου