Λίγες βδομάδες πριν από τις εκλογές στο Ηνωμένο Βασίλειο εντάθηκε ο δημόσιος διάλογος για τις κοινωνικές ανισότητες, διάλογος που τροφοδοτήθηκε από την ύφεση, τις απερισκεψίες που διέπραξε το Σίτι, αλλά και από την προοπτική νέας διακυβέρνησης.
Μάλιστα, μια έρευνα που δόθηκε στη δημοσιότητα αποκάλυψε το κρυφό πρόσωπο του υπάρχοντος συστήματος αμοιβών.
Η επιμονή στην αξιολόγηση κάθε πράγματος αλλά και όλων των ανθρώπων με κριτήριο την απόδοσή τους σε χρήμα -το κλασικό ερώτημα, τι προσφέρετε στους μετόχους- ήταν μοιραίο ότι κάποια μέρα θα στρεφόταν εναντίον των αξιολογητών, και μάλιστα από διαφορετική σκοπιά: κι εσείς τι προσφέρετε στην κοινωνία;
Αυτήν ακριβώς την αντιστροφή της προοπτικής υπογραμμίζει έρευνα που δόθηκε στη δημοσιότητα από το New Economic Foundation(1). Τρεις βρετανίδες ερευνήτριες, η Εϊλις Λόουλορ, η Χέλεν Κέρσλεϊ και η Σούζαν Στιντ, προσεγγίζουν το ζήτημα των ανισοτήτων συγκρίνοντας τις αμοιβές διάφορων επαγγελμάτων που επιλέγονται από τα άκρα της κλίμακας των εισοδημάτων με την «κοινωνική αξία» που δημιουργεί η άσκησή τους.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ερευνητριών, στην περίπτωση ενός εργάτη που δουλεύει σε εργοστάσιο ανακύκλωσης και αμείβεται με ωρομίσθιο 6,10 στερλινών (σχεδόν 7 ευρώ), «για κάθε στερλίνα που δαπανάται για τη μισθοδοσία του, αυτός δημιουργεί αξία 12 στερλινών για το κοινωνικό σύνολο». Αντίθετα, όσον αφορά «τα golden boys των επενδυτικών τραπεζών, των οποίων οι ετήσιες αποδοχές κυμαίνονται μεταξύ 500.000 και 10 εκατομμυρίων στερλινών, για κάθε στερλίνα χρηματοοικονομικής αξίας που δημιουργούν καταστρέφουν κοινωνική αξία 7 στερλινών». Συνεπώς, ο απολογισμός των δραστηριοτήτων των καλύτερα αμειβόμενων στελεχών αυτού του τομέα αποδεικνύεται αρνητικός για το κοινωνικό σύνολο. Το ίδιο συνάγει, εξάλλου, κανείς και από τη χρηματοοικονομική καταιγίδα η οποία από το 2008 μας επιφέρει αλλεπάλληλα πλήγματα...
Η κοινωνική αξία
Η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό της κοινωνικής αξίας που προσφέρει μια θέση εργασίας ονομάστηκε «κοινωνική απόδοση μιας επένδυσης» και οδηγεί την κρατούσα οικονομική θεωρία στην παγίδα που της στήνουν τα ίδια της τα επιχειρήματα. Υποτίθεται ότι οι υψηλοί μισθοί αντανακλούν την προσφορά των υψηλόβαθμων στελεχών στην πορεία της επιχείρησης. Οπως τονίζουν οι ερευνήτριες, «η ορθόδοξη οικονομική σκέψη μάς λέει ότι η χρησιμότητά μας είναι ανάλογη των χρημάτων που κερδίζουμε. Οσο περισσότερα χρήματα κερδίζουμε τόσο περισσότερο χρήσιμοι είμαστε. Μάλιστα, απ' όλα αυτά συνάγεται ότι, για να μεγιστοποιηθεί η συλλογική ευημερία, πρέπει να αυξάνεται το συνολικό εισόδημα».
Ομως, όταν αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο με βάση αυτές τις αρχές, τότε οδηγούμαστε όχι μόνο στο να υποτιμήσουμε εντελώς την οικιακή εργασία, η οποία κατά κόρον ανατίθεται στις γυναίκες, αλλά και στο να αγνοήσουμε το γεγονός ότι η οικονομική διαδικασία επεκτείνεται πολύ πέρα από τη χρηματική ανταλλαγή.
Πράγματι, η παραγωγή και η κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών συνεπάγονται, ανεξάρτητα από τη θέλησή μας, «εξωτερικό κόστος» και «εξωτερικά οφέλη» τα οποία άλλοτε είναι άμεσα και άλλοτε ετεροχρονισμένα: ένα αυτοκίνητο εκτελεί μεταφορικό έργο αλλά ταυτόχρονα ρυπαίνει, ένα βιβλίο είναι μέσο αναψυχής αλλά ταυτόχρονα μορφώνει. Ετσι συμβαίνει και στην περίπτωση των επαγγελμάτων. Οπως εξηγούν η Λόουλορ, η Κέρσλεϊ και η Στιντ, για τον καθορισμό της καθαρής κοινωνικής συμβολής ενός επαγγέλματος πρέπει να λάβουμε υπόψη και τις έμμεσες επιπτώσεις του στην οικονομία, στο περιβάλλον, στην κοινωνία κ.λπ.
Ας εξετάσουμε, λοιπόν, την περίπτωση ενός διαφημιστή. Ο στόχος της επαγγελματικής του δραστηριότητας είναι η αύξηση της κατανάλωσης, η οποία συνεπάγεται, αφ' ενός, τη δημιουργία θέσεων εργασίας (στους τομείς της διαφήμισης, της βιομηχανίας, του εμπορίου, των μεταφορών και των μέσων ενημέρωσης) και, αφ' ετέρου, την υπερχρέωση των νοικοκυριών, τη ρύπανση, την παχυσαρκία και την αύξηση της χρήσης μη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Με μια ολόκληρη σειρά ευρηματικών -αν και μερικές φορές λιγάκι τραβηγμένων στα άκρα- υπολογισμών, οι τρεις ερευνήτριες αξιολογούν καθένα από τα παράπλευρα οφέλη και τα κόστη της υπερκατανάλωσης που αποδίδονται στη διαφήμιση. Στη συνέχεια, το μόνο που απομένει είναι ο συσχετισμός τους: «Για κάθε στερλίνα θετικής αξίας που δημιουργεί ένας διαφημιστής καταστρέφει 11,5 στερλίνες κοινωνικής αξίας».
Η ακριβώς αντίθετη κατάσταση παρατηρείται στην περίπτωση ενός εργαζόμενου στην καθαριότητα των νοσοκομειακών εγκαταστάσεων. Πρόκειται για μια δουλειά βαριά κι ανθυγιεινή, σχεδόν «αόρατη», κακοπληρωμένη, με ελάχιστη κοινωνική αναγνώριση, συνήθως με το καθεστώς της υπεργολαβίας. Κι όμως, δεν συμβάλλει απλώς στη γενική λειτουργία του συστήματος υγείας, αλλά και στην ελαχιστοποίηση του μεγάλου κινδύνου των ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων. Οι τρεις ερευνήτριες στηρίζουν σε μεγάλο βαθμό τα συμπεράσματά τους σε ένα άρθρο του «British Medical Journal», το οποίο εστιάζει στα οφέλη που συνεπάγεται η πρόσληψη επιπλέον προσωπικού στον τομέα της καθαριότητας και στο κόστος των παθολογιών που αναπτύσσονται μέσα στα νοσοκομεία (από παθογόνους μικροοργανισμούς που έχουν αποκτήσει εντυπωσιακή ανοσία στα αντιβιοτικά που αφθονούν σε αυτό το περιβάλλον). Καταλήγουν δε ότι «για κάθε στερλίνα που δαπανάται για τον μισθό τους, η δραστηριότητά τους παράγει δεκαπλάσια κοινωνική αξία», ενώ πιστεύουν ότι, «πιθανότατα, οι υπολογισμοί τους δεν έχουν κατορθώσει να συλλάβουν και να αποτυπώσουν ολόκληρη την προσφορά αυτού του επαγγέλματος».
Επίσης, με αυτή τη μέθοδο αποδεικνύεται ότι ένας φοροτεχνικός σύμβουλος, χάρη στις ικανότητες του οποίου το κοινωνικό σύνολο στερείται φορολογικών εσόδων, καταστρέφει 47 φορές περισσότερη κοινωνική αξία απ' όση δημιουργεί. Αντίθετα, μια εργαζόμενη σε βρεφονηπιακό σταθμό, με τις υπηρεσίες που προσφέρει στα παιδιά αλλά και με την εξασφάλιση ελεύθερου χρόνου για τους γονείς έτσι ώστε να μπορούν να εργαστούν, προσφέρει στην κοινωνία οφέλη 9,43 φορές μεγαλύτερα από τον μισθό που λαμβάνει.
Βέβαια, παρόμοιοι αριθμοί με δεκαδικά στοιχεία φαίνονται κάπως παράδοξοι αν αναλογιστεί κανείς ότι οι τρεις ερευνήτριες δηλώνουν ότι «ο κύριος στόχος μας δεν ήταν η απόλυτη ακρίβεια, καθώς πιθανότατα μας έχουν διαφύγει ορισμένες παράμετροι. Το ζητούμενο ήταν να επισείσουμε την προσοχή σε αυτό το πρόβλημα». Καθώς δε από όλα τα μέσα ενημέρωσης βομβαρδιζόμαστε με την απαίτηση για «δημιουργία αξίας για τον μέτοχο», αποφάσισαν να αντιπαραθέσουν την ανάγκη για τη δημιουργία αξίας για την κοινωνία. Και να προτείνουν την πλήρη ανατροπή ενός τρόπου ανταμοιβής της εργασίας ο οποίος, χρυσοπληρώνοντας ορισμένα επαγγέλματα, τα αναδεικνύει κοινωνικά, ενώ παράλληλα υποτιμά επαγγέλματα που προσφέρουν μεγάλη ωφέλεια στο κοινωνικό σύνολο.
Οι ψευδαισθήσεις
Μέχρι πολύ πρόσφατα, οι ανισότητες δικαιολογούνταν με την «trickle-down theory», σύμφωνα με την οποία ο πλούτος των πλέον εύπορων στρωμάτων της κοινωνίας αποβαίνει τελικά προς όφελος όλων των μελών της, καθώς ένα μέρος του διαχέεται και καταλήγει στα χέρια ακόμα και των φτωχότερων. Εντούτοις, σήμερα οι ανισότητες έχουν αρχίσει να ανησυχούν ακόμα και τους συντηρητικούς, καθώς η αύξησή τους διαλύει ακόμα και τις τελευταίες από τις ψευδαισθήσεις που είχε δημιουργήσει η θεωρία της «ευτυχισμένης παγκοσμιοποίησης».
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, μια κυβερνητική έκθεση που δόθηκε στη δημοσιότητα τον περασμένο Ιανουάριο προχωράει σε λεπτομερή ανατομία της βρετανικής κοινωνίας στην οποία έχει παγιωθεί το ρήγμα των ανισοτήτων: το 10% των πλουσιότερων Βρετανών κατέχει πλούτο ενενήντα επτά φορές μεγαλύτερο από εκείνον του φτωχότερου 10%(2).
Σε αυτή την έκθεση γίνεται αναφορά σε μια μελέτη του Οργανισμού για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ), η οποία αναφέρει ότι, από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 έως τα μέσα της δεκαετίας του 2000, οι εισοδηματικές ανισότητες εντάθηκαν σε 19 από τις 24 χώρες που υπήρξαν αντικείμενο της μελέτης. Επιπλέον, η μελέτη προχώρησε στον υπολογισμό του κοινωνικού και υγειονομικού κόστους που συνεπάγονται αυτές οι ιλιγγιώδεις εισοδηματικές ανισότητες(3).
Ομως, παρά το γεγονός ότι όλες οι διαπιστώσεις συγκλίνουν, ποια κυβέρνηση θα τολμήσει να υιοθετήσει τις δύο θεραπείες που γνωρίζουμε για την ώρα; Κι αυτές συνίστανται στη φορολογία, η οποία θα περιορίσει σημαντικά τον πλούτο που συσσωρεύουν τα άτομα που διαθέτουν εξαιρετικά υψηλά εισοδήματα, καθώς και στην καθιέρωση περιορισμών στην ελευθερία των ανταλλαγών, έτσι ώστε να χαλαρώσει η πίεση που ασκείται στους χαμηλούς μισθούς.
1. Eilis Lawlor, Helen Kersley και Susan Steed, «Α bit rich. Calculating the real value to society of different professions», New Economic Foundation, Λονδίνο, 2009, www.neweconomics.org
2. John Hils (υπό τη διεύθυνσή του), «An Anatomy of economic inequality in the UK. Report of the national equality panel», Government Equality Office-London School of Economics and Political Science, Λονδίνο, 2010.
3. Βλέπε την έρευνα για τις επιπτώσεις των ανισοτήτων σε 24 πλούσιες χώρες, η οποία πραγματοποιήθηκε από τους επιδημιολόγους Richard Wilkinson και Kate Pickett. «The Spirit Level : Why More Equal Societies Almost Always Do Better», Penguin Books, Λονδίνο, 2009.
*Δημοσιογράφος
http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&date=23/05/2010&id=164799